Αναδημοσιεύουμε από το βιβλίο του αγαπητού συναδέλφου, Γιάννη Κανατά, με τίτλο “Ο καπετάν Γιάννης Καρατζοβάλης και η ληστοκρατία στην Χαλκιδική” απόσπασμα που αφορά την μεγαλύτερη ληστεία της συμμορίας των Σαλιγκουρτζήδων κατά πλούσιων Οθωμανών στο χωριό μας.. Ευχαριστούμε τον συγραφέα για την άδεια της αναδημοσίευσης.
“Η περίφημη ληστοσυμμορία των Σαλιγκουρτζήδων θα καταστεί επί μία διετία (1923-24) ο φόβος και ο τρόμος της Θεσσαλονίκης και των περιχώρων της. Την ληστρική τους δράση θα ξεκινήσουν από τη Χαλκιδική, όπου λεηλατούσαν τα διερχόμενα πλοιάρια. Για την καταδίωξή τους ο Διοικητής της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής Σιθωνίας, υπομοίραρχος Γεώργιος Τζωρτζάκης θα μεταφέρει την έδρα του Σταθμού Χωροφυλακής Παρθενώνος στο μετόχι της Ι.Μ. Γρηγορίου Κασταμονίτου (Γρηγοριάτικο), χωρίς όμως αποτέλεσμα. Την περίοδο αυτή η συμμορία είναι τριμελής, αλλά σιγά-σιγά θα πλαισιωθεί κι από άλλα γνωστά ονόματα ληστών της εποχής.
Η μεγαλύτερη ληστεία που θα διαπράξει η συμμορία των Σαλιγκουρτζήδων, είναι αυτή κατά πλουσίων Οθωμανών στην Καρκάρα (Σήμαντρα) Χαλκιδικής, τον Οκτώβριο του 1923. Παρακάτω αντιγράφουμε αποσπάσματα από την εφημερίδα «Φως» της Θεσσαλονίκης, της οποίας ο αστυνομικός συντάκτης δημοσίευσε σε συνέχειες (από25/5 μέχρι 15/6/1924) τη δράση της συμμορίας υπό τον τίτλο,
«Ο λήσταρχος Σαληκουρτζής».
«…Άιντε παιδιά, προσθέτει ο Σαλικουρτζής, στρεφόμενος προς τη συμμορία του, τα μέλη της οποίας με ιερά σιωπή παρακολουθούσαν τα πέριξ αυτών συμβαίνοντα. Εμπρός, Μελά πού είσαι; Καβαλίκεψε και τράβα μπρος…
Στο δρόμο λέγει ο Σαλικουρτζής, θα πηγαίνουμε ένας-ένας σε απόσταση δέκα βημάτων. Προσέχετε, κρύψατε τα όπλα σας καλά….
Είχε περάσει αρκετή ώρα και οι λησταί…διακρίνουν τα πρώτα σπίτια της Καρκάρας.
Αι προφυλάξεις έγιναν περισσότερες.
Τέλος εισέρχονται στο χωριό.
Ένας αχυρών εχρησίμευεν για καταφύγιον ολοκλήρου της συμμορίας. Εκεί μέσα όλοι ήσαν εν ασφαλεία. Από εκεί θα εξαπολύετο η φονική επίθεσις…
Δύο ημέραι κατηναλώθησαν εις τας κατοπτεύσεις, εν τέλει δε απεφασίσθη να τεθή εις ενέργειαν το σχέδιον.
Η στιγμή επέστη.
Μέσα εις τον αχυρώνα οι συμμορίται επερίμεναν αγωνιωδώς την στιγμήν αυτήν η οποία τοις ανηγγέλθη δια δύο λέξεων του αρχηγού των.
– Εμπρός παιδιά. Τους είπε.
Όλοι εγέρθησαν ως εκ συνθήματος.
Ο Σαλικουρτζής στρεφόμενος εκ νέου προς τον Γρηγόριον Μελάν, τον ηρώτησε με ύφος σοβαρόν.
– Γρηγόρη είπες πως το χωριό έχει πενήντα παλλικάρια που μπορούν να αντισταθούν;
– Ναι καπετάνιο.
– Είσαι βέβαιος;
– Όσο σε βλέπω και με βλέπεις. Άκουσε και το άλλο. Από τους πενήντα αυτούς το ένα τρίτο είναι δικοί μου. Είμαι βέβαιος πως δεν πιάνουν όπλο εναντίον μας.
– Άιντε λοιπόν τράβα εμπρός. Παιδιά προσοχή και όχι τρέλλες.
– Δεν θα λυπηθείτε κανένα. Θα βαρέσετε όπου βρήτε.
Ο Παντελής Τζινόπουλος παρέδωκε εις τους απερχομένους δια το έργον των ληστάς ένα πέλεκιν και δύο χειροβομβίδας…
Και έτσι ενώ το φως της ημέρας δεν είχεν εισέτι υποχωρήσει καλά προ του επερχομένου σκότους, η οικία του Οθωμανού Μουσά Αλή περιεκυκλώνετο από τους συμμορίτας.
Η θύρα της μάνδρας ήτο ημιανοικτή.
Προ αυτής έμεινε ο Σαλικουρτζής, ο καλύτερος σκοπευτής ο Σπανουδάκης ή Χάνος και έτεροι δύο.
Εις άλλα σημεία πέριξ της οικίας ετοποθετήθησαν διάφοροι άλλοι σκοποί.
Οι λοιποί εισήλθον εντός της ημιανοικτής θύρας έχοντες επί κεφαλής ένα εκ των πλέον αιμοβόρων, τον Θεόδωρον Μαλήν.
Εντός της αυτής οικίας σημειωτέον ότι κατώκουν τρεις αδελφοί Τούρκοι εκ των οποίων οι δύο μικρότεροι του Μουσά Αλή.
Ο Θεόδωρος Μαλής ως πρώτην του επιτυχίαν θα εθεώρει την αιχμαλωσίαν του Αλή, όπερ και συντόμως επέτυχε.
Η σκηνή της εισελάσεως των ληστών εντός του δωματίου του Τούρκου είνε φρικιαστική.
Τέσσερις άνθρωποι με πιστόλια ανά χείρας εισέρχονται σαν κεραυνοί μέσα εις το δωμάτιον του θύματος, το οποίον αρπάζει από τον λαιμόν ο Μαλής και το υποχρεώνει να γονατίση.
– Δέστε τον, αναφωνεί ο Μαλής.
– Αλλάχ, φωνάζει ο Τούρκος.
Οι λοιποί λησταί επιπίπτουν κατά του θύματος, το οποίον ημιθανές εκ του τρόμου, τους βλέπει με μάτια θολώδη.
Τη βοηθεία σχοινίων αι χείρες και οι πόδες του δένονται, ούτω δε κρατείται καθηλωμένος επί του εδάφους.
Ο Μαλής εξάγει μάχαιραν, η λεπίς της οποίας είνε ακονισμένη σαν ξυράφι.
– Πού έχεις τα λεφτά σου…Μίλα γρήγορα…
– Δεν έχω εφέντη μ’, απαντά ο Τούρκος, μόλις δυνάμενος να αρθρώση τας λέξεις του αυτάς εκ του τρόμου. Δεν έχω…
Και τότε αρχίζει το μαρτύριον. Του αποσπούν το υποκάμισο και τα λοιπά εσώρουχα. Οι σάρκες φαίνονται γυμνές.
– Θα μιλήσης ρε;
Ο τρόμος είχε πλέον εξασθενήσει τόσον την φωνήν του Τούρκου, ώστε μόνον άναρθροι ήχοι έβγαιναν από τον λάρυγγά του, ο οποίος εσφίγγετο από τα χαλύβδινα δάκτυλα του Μαλή.
Ο τελευταίος εξηγριώθη.
Τα μάτια του εκκοκίνησαν από το αίμα το οποίον ανέβηκε στο κεφάλι του.
Το ωπλισμένο χέρι του ηγέρθη και ήρχισε τώρα κατερχόμενον αργά-αργά. Η αιχμή του μαχαιριού αγγίζει τώρα την γυμνή σάρκα του δυστυχούς θύματος, το οποίον το αίσθημα της αυτοσυντηρήσεως το υποχρεώνει να κινήται σπασμωδικώς.
Το χέρι εξακολουθεί να κατέρχεται αργά-αργά, αλλ’ ασφαλώς.
Μια μικρά αμυχή κατ’ αρχάς…Το τραύμα μεγαλώνει…Το θύμα σφανδάζει…
Οι φωνές του ηδύναντο να ακουσθούν εις απόστασιν μεγάλην αλλά ένα χέρι κλείει το στόμα.
Το μαχαίρι εισχωρεί ακόμη μέσα εις την σάρκα.
Ο Μαλής είχε μεθύσει πλέον. Το αίμα τον εσκότισε τόσο, ώστε τραβά έξω το μαχαίρι του, αλλά για να το μπήξη σε άλλο μέλος του δυστυχούς ανθρώπου. Άλλαι φωναί…
– Θεέ μου, φωνάζει το θύμα. Λυπηθήτε με…Δεν είσθε άνθρωποι;
– Τα λεφτά….
Το μαχαίρι εξακολουθεί να κάνη τας παλινδρομικάς κινήσεις του, τόσας ώστε από εικοσάδα πληγών να τρέχει άφθονο το αίμα.
Τα μάτια του θύματος εθόλωσαν. Οι πόνοι φρικτοί…Και ανοίγει το στόμα του δια να ομολογήση με φωνή αδύνατη.
– Έχω πενήντα χρυσές λίρες, πάρτε τες…
Ο Μαλής εις το άκουσμα του ποσού των χρυσών λιρών στέκεται αποτόμως.
Πού τις έχεις;
Εντός ολίγου αι πεντήκοντα χρυσαί λίραι του Τούρκου κατελάμβανον θέσιν εντός του θυλακίου του Μαλή.
Το θύμα εγκαταλείπεται εις την τύχην του. Από τες πληγές εξακολουθεί να τρέχη το αίμα…
Μετ’ ολίγον εντός άλλου δωματίου συλλαμβάνεται ο έτερος των αδελφών, όστις υφίσταται τόσα μαρτύρια ώστε είνε αδύνατον να περιγραφούν. Ο Μαλής, διότι αυτός εβασάνιζε πάντα τα θύματά του, είχε κουρασθή. Ο ιδρώς έρρεεν αφθόνως από τα πολλαπλά τραύματα του θύματος. Ούτω απεφάσισε να αναπαυθή ολίγον και προς τούτο παραλαβών τον Τούρκον τον εξήγαγεν εκτός της θύρας, παραδίδων αυτόν εις τον αιμοβορότερον αυτού Χάνον, είπε!
– Κώστα, εγώ κουράστηκα, παράλαβέ τον κι εσύ.
Συγχρόνως του έδωσε και το μαχαίρι.
Ο Χάνος ή Σπανουδάκης, μόλις είδε το θύμα εξηγριώθη τόσον ώστε αρπάζει το μαχαίρι και του καταφέρει εις την κεφαλήν δυνατόν χτύπημα.
Νέοι ποταμοί αίματος έβαψαν το πρόσωπον του θύματος, το οποίον παραδίδει ετέρας πεντήκοντα χρυσάς λίρας δια να σωθή.
Εκείνη ακριβώς την στιγμήν, η σύζυγός του σπεύδει και γονυπετεί προ των ληστών ζητούσα οίκτον δια τον άνδρα της, ο οποίος έπεσεν εκ της αιμοραγίας λιπόθυμος.
– Αλλάχ, αλλάχ, φωνάζει η νεαρά γυναίκα. Μην τον σκοτώνετε, εγώ θα σας δώσω λεφτά όσα θέλετε…
Οι λησταί εσταμάτησαν και ούτω ο νεαρώτερος των αδελφών εσώθη ως εκ θαύματος.
Εν τω μεταξύ ο Χάνος ηθέλησε να τον κτυπήση εκ νέου. Το θύμα φοβηθέν πλέον ότι δεν θα εσώζετο, συνήλθεν εκ της λιποθυμίας, με ασθενή φωνή είπε τους ληστάς να μην τον σκοτώσουν, αλλά να ζητήσουν από τον αδελφόν του τον πλησίον όσα λεπτά θέλουν διότι αυτός έχει.
Και δια τρίτην φοράν η μανία του χρήματος δεν αφήκε τους ληστάς να αποτελειώσουν το θύμα των.
Έτρεξαν πάλιν εντός της οικίας εντός άλλου δωματίου συνέλαβαν τον κεκηρυγμένον πλούσιον Οθωμανόν.
Ούτος, εξυπνότερος των δύο άλλων μικροτέρων αδελφών του, ήλθεν αμέσως εις συνεννόησιν μετά των ληστών, αφού άλλη ελπίς διασώσεως δεν υπήρχε.
– Μη με σκοτώσετε εφέντη μ’, είπε στρεφόμενος προς τον Θεόδωρον Μελάν, όστις ητοιμάζετο να σηκώση τον ωπλισμένον βραχίονά του.
– Εγώ έχω λεπτά και σας τα δίνω.
Τοιουτοτρόπως οι λησταί έλαβον χωρίς να κουρασθούν αυτήν την φοράν ετέρας 50 χρυσάς λίρας τουρκικάς και 50 χιλιάδας δραχμάς.
Το έργον των είχε λήξει.
Τώρα έπρεπε να στρέψουν αλλού την προσοχήν των. Εις την συνοικίαν εκείνην υπήρχον άλλοι πλούσιοι Οθωμανοί, οι οποίοι έπρεπε να πληρώσουν τον φόρον προς την μεγάλην συμμορίαν…
Εις την παραπλεύρως οικίαν κατώκει πλούσιος ανταλλάξιμος, κρατών ολόκληρον την περιουσίαν του επ’ αυτού, διότι με ολίγας ημέρας θα έφευγε για Τουρκίαν.
Εντός σακκιδίου, ουχί και τόσων μικρών διαστάσεων, ευρίσκοντο τόσαι χρυσαί λίραι, όσαι έφθανον δια να αντιπροσωπεύσουν το ποσόν του ημίσεως εκατομμυρίου ελληνικών δραχμών.
Το σακκίδιον αυτό ο πλούσιος ανταλλάξιμος απεφάσισεν πάση θυσία να το σώση, εξήλθεν εις το παράθυρον του δωματίου του, πυροβολήσας εις τον αέρα, όπως ειδοποιήση και τους λοιπούς συγχωρίους του.
Πράγματι εις τον πυροβολισμόν τούτον απήντησαν πολλοί άλλοι ριφθέντες εκ μέρους των χωρικών.
Οι λησταί εν τούτοις δεν χάνουν το θάρρος των αλλά εξακολουθούν να ληστεύουν άλλους.
Άλλωστε, ποίον εφοβούντο αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι εκράτουν τόσα όπλα πολεμικά και χειροβομβίδας;
Ο πλούσιος Οθωμανός ακούσας τους ριπτομένους πυροβολισμούς αποφασίζει να πάρη τον θησαυρόν του και να τρέξη όπως κρυβή εις άλλα σπίτια ομοθρήσκων του, ένθα υπήρχεν ελπίς σωτηρίας λόγω της αμύνης ήτις θα ενετάσσετο….
Οι λησταί εν τούτοις δεν εφοβήθησαν τίποτε. Ητοίμασαν τα όπλα των και τας χειροβομβίδας.
Ο Σαλικουρτζής ως θηρίον επίεζε την σκανδάλην του όπλου του έτοιμος να φονεύση πάντα όστις θα ετόλμα να τον πλησιάση.
Ο Χάνος είχεν ορκισθή ότι θα χτυπούσε στον σταυρό όποιον θα έβλεπε με όπλον.
Την στιγμήν αυτήν ανοίγει η θύρα του πλουσίου Οθωμανού, όστις ρίπτεται εις τον δρόμον σπεύδων να απομακρυνθή του σημείου εκείνου. Εις την δεξιάν του χείρα κρατεί το ογκώδες και πλήρες χρυσών λιρών σακκίδιον.
Ο Χάνος το αντελήφθη. Εγείρει το όπλον του και σημαδεύει.
Ένας πυροβολισμός ακούεται. Ο Τούρκος κλονίζεται ολίγον αλλά εξακολουθεί τον φρενήρη δρόμον του μέχρις ότου εξηφανίσθη…
Αλλά χάριν ημίσεως εκατομμυρίου δρχ. δεν πίπτει κανείς εύκολα ούτε σκέπτεται τους πόνους…
Ο τυφεκισμός εξακολουθεί γενικευόμενος.
Από όλα τα σημεία του χωρίου της Καρκάρας ακούονται οι ξηροί κρότοι των περιστρόφων, των πολεμικών όπλων και των κυνηγητικών.
Ενόμιζε κανείς, λέγουν οι μάρτυρες,…ότι εγένετο μάχη.
Προ της τοιαύτης καταστάσεως θα ήτο βλακεία αν οι λησταί επέμενον να ληστεύσουν περισσοτέρους.
Ανεσυνετάχθησαν, έρριψαν μερικούς πυροβολισμούς και αυτοί και έλαβον ανενόχλητοι την προς το δάσος της Καρκάρας άγουσαν, οπόθεν και θα έφθανον εις το μετά του Καραμπατζάκη συμφωνηθέν σημείον της παραλίας Κασσάνδρας.
Είχε πλέον νυκτώσει.
Εις το δάσος δεν εφαίνετο ψυχή. Μόνον τα βαρέα βήματα των ληστών ηκούοντο, οι οποίοι σιωπηλοί εβάδιζον εκστομίζοντας πότε και πότε βλασφημίας προκαλούσαι το ρίγος.
Ο Σαλικουρτζής εξήγαγε το κουτί των σπίρτων του και ήναψε ένα. Από την παραλίαν διακρίνεται το ίδιο σημείον.
– Μπράβο Καραμπατζάκη, ηκούσθη λέγων ο Σαλικουρτζής. Μα το θεό, βρε παιδιά, πρώτη φορά βλέπω τέτοιο ταχτικό άνθρωπο. Σ’ αυτόν οφείλομε την σωτηρία μας. Αν περιμέναμε ως αύριο εδώ οι σταυρωτήδες θα μας έπιαναν…
Ύστερα από μια ώρα τα δυο καράβια έπλεον ολοταχώς προς την Θεσσαλονίκην.
Ο Καραμπατζάκης ήταν στις δόξες του.
Έστριβε το μουστάκι του, τραγουδούσε, αλλά συγχρόνως δεν ελησμόνει να ρωτά διάφορες λεπτομέρειες περί του πώς η δουλειά έγινε.
Μέσα στα καράβια έγινε η διανομή των χρημάτων, μετ’ αυτήν δε ήρχισε το τραγούδι και το γλέντι….
Ο Καραμπατζάκης εθεάθη και πάλιν μετά δύο ημέρας να παίρνη ήσυχα το ουζάκι του εις το μικρό του καφενείο απέναντι στα ψαράδικα, ο δε Σαλικουρτζής με νέο κοστούμι να συνοδεύη εις τον περίπατον διάφορα γύναια.
Κανείς δεν τους υποπτεύετο.
Κανείς δεν εφαντάζετο ότι οι ειρηνικοί αυτοί άνθρωποι ήσαν ικανοί να διαπράξουν τέτοια πράγματα…
Η σύλληψη[1]
Ένα απόγευμα σχεδόν ανοιξιάτικο επιτρέπει στους πολλούς περιπατητάς να εξέλθουν από τα σπίτια των δια να απολαύσουν ολίγον περίπατον εις την πλατείαν του Λευκού Πύργου…
Ποίοι είναι οι αγαθοί άνθρωποι με το οξύ βλέμμα;
Όποιος τους παρακολούθησε, θα τους έβλεπεν ότι εβγήκαν από την μικράν θύραν η οποία φέρει ως επιγραφήν «Τμήμα Καταδιώξεως Θεσσαλονίκης».
Όποιος ήλθεν εις επαφήν μετ’ αυτών θα ανεγνώριζε υπό την μετεμφίεσιν τον ενωμοτάρχην κ. Ζεϊμπέκην και τον χωροφύλακα Δημητριάδην τον φόβον και τον τρόμον των κακοποιών…
…Οι δυο αστυνομικοί απαρατήρητοι σχεδόν έφθασαν εις ένα μικρό καφενείο από τα πολλά που ευρίσκονται εις το σημείον εκείνο της πόλεως…
Αίφνης ο Δημητριάδης…ανεπήδησεν εκ του καθίσματός του σύρων τον σύντροφόν του εκ της χειρός.
– Δημητριάδη, του λέγει, ετοίμασε το πιστόλι σου. Ο λαγός ξετρύπωσε. Πρόσεχε και είνε επικίνδυνοι…
Από το απέναντι σημείον του δρόμου ήρχετο έν άτομον υψηλόσωμον, σχεδόν κολοσσός με μαύρα ματογυάλια τα οποία του έκρυπτον τους οφθαλμούς και άμμωμον περιβολήν καινουργή.
Εις ολίγων μέτρων απόστασιν ηκολούθει έτερον άτομον ευπρεπώς και αυτό ενδεδυμένον.
Και οι δύο επροχώρουν με προσοχήν δια να μη λασπώσουν τα φρεσκογυαλισμένα παπούτσια των, κατ’ αυτών δε με αργόν το βήμα οι δύο αστυνομικοί κατηυθύνθησαν…Η στιγμή επέστη…
Τα περίστροφα εξάγονται και αι κάναι των στρέφονται κατά των δύο με άψογον περιβολήν διαβατών.
– Σταθείτε, ακούγονται συγχρόνως αι φωναί των αστυνομικών. Σταθήτε γιατί σας σκοτώνομε σαν σκυλιά. Σαλικουρτζή παραδόσου, Βλάτογλου μην κουνηθής.
Οι δυο διαβάται οι επωνομασθέντες Βλάτογλου και Σελεκουρτζής…εστάθησαν εξαφνισμένοι εκ της τρομεράς συναντήσεως. Προς στιγμήν επεχείρησαν να σύρουν και αυτοί τα περίστροφά των, αλλά δεν επρόφθασαν να το πράξουν.
Το στόμιον του περιστρόφου του Δημητριάδου είχε θίξει τον κρόταφον του ενός των ληστών, συγχρόνως δε διερχόμενοι αξιωματικοί του Στρατηγείου διέτασον τας εκεί περιπόλους εις τα όπλα…
…Οι δύο λησταί παρεδόθησαν αμέσως δια να οδηγηθούν εις το Τμήμα Καταδιώξεως…».
Το επόμενο διάστημα θα συλληφθούν σιγά-σιγά τα περισσότερα μέλη της συμμορίας των Σαλικουρτζήδων και τον Αύγουστο του ’24 θα οδηγηθούν σε δίκη που κράτησε τρεις ημέρες. Στις 6 Αυγούστου θα ανακοινωθεί η απόφαση των συνέδρων: Οι αδελφοί Σαλικουρτζή (Γεώργιος & Νικόλαος), ο Θόδωρος Μαλής και ο Ευάγγελος Βλούτογλου θα καταδικασθούν σε θάνατο. Οι Ν. Πούλιος, Π. Τζινόπουλος, Κ. Καραμπατζάκης, Γρ. Μελάς, Κ. Σπανουδάκης εις πρόσκαιρα δεσμά 10 ετών.
Η θανατική ποινή θα ανακοινωθεί στους καταδικασθέντες και θα προγραμματισθεί για την επόμενη κιόλας μέρα.
Ο χθεσινός τυφεκισμός των 4 ληστών της συμμορίας Σαλιγκουρτζή[2]
Και η δικαιοσύνη εγένετο…..
Ο επί μακρόν κρατήσας ανάστατον την δημοσίαν γνώμην και ολόκληρον την κοινωνίαν της πόλεώς μας Γεώργιος Σαληκουρτζής, ο αιματοβαμένος άνθρωπος που δεν εδίστασε να σκοτώσει σαν σκυλί τον κάθε έντιμον βιοπαλαιστήν μόνον και μόνον δια να ληστεύσει, επλήρωσε χθες την 3.15 μεταμεσημβρινήν ώραν τα απαίσια κακουργήματα εις τον τόπον που οι «νεκροί χοροπηδούνε» όπως απεκλήθη το πεδίον του οποίου δεσπόζει ο μικρός λοφίσκος με το Κόκκινο Σπήτι….
Εις το Γεντή Κουλέ
Από πρωίας μέσα στας φυλακάς του Γεντή Κουλέ παρατηρείται εξαιρετική κίνησις και προ παντός των φυλάκων οίτινες αφ’ ής στιγμής εγνώσθη η εις θάνατον καταδίκη των τεσσάρων ληστών, διετάχθησαν να λάβουν εξαιρετικά μέτρα λόγω του επικινδύνου των μελλοθανάτων.
Οι εις το ιδιαίτερον κελλίον μεταφερθέντες σιδηροδέσμιοι πάντοτε, μελλοθάνατοι φαίνονται ως εξαγριωμένοι λέοντες.
Και ο ελάχιστος θόρυβος τους τρομάζει.
Ο Νικόλαος Σαληκουρτζής, αδελφός του ληστάρχου, με τα βλοσυρά του μάτια προσπαθεί να ανακαλύψει τρόπον…Ένα μέσον…Οι χειροπέδες σε τέτοιες στιγμές δεν του πιέζουν μόνο τας χείρας.
Βαθύς αναστεναγμός ακούγεται να βγαίνει μέσα από το απαίσιο εκείνο κελλί…Μόνο πότε και πότε σαν ψίθυρος ακούγεται η συνομιλία των καταδίκων. Καθ’ όλην την νύχτα, κατά τας δηλώσεις των φυλάκων οι κατάδικοι εκάπνιζον ακαταπαύστως διήλθον δε ύπνον διακοπτόμενον υπό εφιαλτών. Λίαν ενωρίς και πριν ακόμη εξημερώσει ευρίσκοντο επί ποδός και ητοιμάζοντο.
Η πρώτη φροντίς του Γεωργίου Σαληκουρτζή ήτο να ζητήσει τας πρωινάς εφημερίδας ίνα βεβαιωθεί πλέον.
Η εμφάνισις του ιερέως
Την 2 μ.μ. ώραν ο ιερεύς του φρουραρχείου εμφανίζεται εις την θύραν του κελλίου των μελλοθανάτων οι οποίοι καταλαμβάνονται από ελαφρόν ρίγος.
Κατ’ αρχήν πάντες εξεμάνησαν αλλά κατόπιν το εσωτερικόν θηρίον του κάθε κακούργου υπεχώρησε προ του ύψους της στιγμής εκείνης της εξιλεώσεως.
Εξομολογείται ο Γ. Σαληκουρτζής και μεταλαμβάνει. Τον μιμούνται οι Νικόλαος Σαληκουρτζής, Βλουτόγλου και τελευταίος έρχεται ο Μαλής ο οποίος χαμογελά περιφρονητικώς.
Η εξομολόγησίς των ήτο όπως και η των κοινοτέρων κακούργων.
«Εσφάξαμε, είπον, εσφάξαμε, αλλά μόνο Τούρκους…Έχομε σφάξει πολλούς…μα, πάρα πολλούς…Ρωμηόν δεν καταδεχθήκαμε να πειράξωμε. Άχ! εκείνος ο Πάγκαλος (βαρεία ύβρις). Η Δημοκρατία…Άτιμοι όλοι…
Εις τον τόπον της εκτελέσεως
Πρωτοφανής συρροή κόσμου παρ’ όλον το ακατάστατον του καιρού. Τα διάφορα μεταφορικά μέσα τίθενται εις ενέργειαν υπό των κατά χιλιάδας σπευδόντων εις τον όπισθεν του Α΄ Στρατιωτικού Νοσοκομείου χώρον όστις φυλάσσεται υπό ισχυράς φρουράς του Τάγματος Εθελοντών.
Επί τόπου και εντός ορισμένου τετραγώνου ίστανται οι εντεταλμένοι της τάξεως…
Η άφιξις των καταδίκων
Είναι η 3.5΄ απογευματινή οπότε παρατηρείται μία αλλόκοτος κίνησις εις τα πλήθη ταοποία συνωθούνται προς ένα σημείον.
Η συνοδεία η φέρουσα τους καταδίκους απεβιβάζετο του αυτοκινήτου.
Όλων τα βλέμματα στρέφονται προς τέσσαρας μορφάς, αι οποίαι αυλακώνονται από ένα σαρκαστικό και απαίσιο χαμόγελο περιφρονήσεως.
Και όμως αυτοί είναι εκείνοι οι οποίοι δεν θα υπάρχουν ύστερα από λίγο.
Προχωρούν ανά είς δεδεμένοι δια χειροπεδών ο Βλούτογλου, ο Νικόλαος Σαληκουρτζής και ο Μαλής, ο οποίος γελά αφήνοντας να φαίνονται δύο σειραί κατάλευκων αγρίων οδόντων.
Ακολουθεί ο Γεώργιος Σαληκουρτζής, ο αρχηγός των, ωχρός αλλά ψύχραιμος με μάτια άγρια και γεμάτα μίσος τα οποία στρέφει δεξιά και αριστερά σαν να μην αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του.
Ομολογούν….
Την 3.10΄ ακριβώς οι λησταί έχουν τοποθετηθεί απέναντι των τεσσάρων διμοιριών του τάγματος….
Ο Νικόλαος Σαληκουρτζής μη αντέχων πλέον αναφωνεί με φωνήν αγρίαν: – Ό,τι κι αν κάνετε, ό,τι κι αν γράψετε, εκείνα που κάναμε δεν ξεπληρώνονται κι αν είχαμε τετρακόσια κεφάλια. Εσφάξαμε όσους δεν φανταζόσαστε ρε…Εμείς είμαστε ληστές του βουνού και όχι της πολιτείας. Εγώ και ο αδελφός μου είμαστε στην Καρκάρα μα ο Μαλής και ο Βλούτογλου δεν ήτανε στις ληστείες….
…..Αλλά η στιγμή έφθασε πλέον. Ο γραμματεύς του στρατοδικείου έχει αναγνώσει την απόφασιν. Ο Σαληκουρτζής καλεί δυο μικρά παιδάκια εις τα οποία δίδει 50 δραχμές. Οι άνδρες τίθενται επί σκοπόν. Πάντες οι παρευρισκόμενοι απομακρύνονται. Το γυμνόν ξίφος του ανθυπασπιστού Σιμιτοπούλου υψώνεται. Οι άνδρες κατόπιν. Οι λησταί τοποθετούνται εις απόστασιν 5 βημάτων ο είς από τον άλλον. Σιγή… Ο Βλούτογλου με τα χέρια δεμένα βγάζει το καπέλο του και πετά υψηλά στον αέρα φωνάζοντας: – Γειά σας βρε λεβέντες, γειά σας! Ο Πάγκαλος…
Το αυτό πράτουν οι Μαλής και Νικόλαος Σαληκουρτζής. Φωνάζουν ακαταπαύστως απειλούντες το παν. Αλλά… Το ξίφος καταπίπτει και στο κατέβασμά του και τα 52 όπλα εκπυρσοκροτούν. Εγένετο δικαιοσύνη!….
[1] Εφημερίδα «Φως» της Θεσσαλονίκης 29 Φεβρουαρίου 1924.
[2] Εφημερίδα «Φως» της Θεσσαλονίκης 7 Αυγούστου 1924.”